Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. maculé (maculée) [makyle] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
maculé → maculer
II. maculé (maculée) [makyle] ΕΠΊΘ (gén)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 