Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. horizont|al (horizontale) <αρσ πλ horizontaux> [ɔʀizɔ̃tal, o] ΕΠΊΘ
- horizontal (horizontale)
-
II. horizontale ΟΥΣ θηλ
1. horizontale ΜΑΘ (ligne):
2. horizontale (prostituée):
στο λεξικό PONS
horizontal(e) <-aux> [ɔʀizɔ̃tal, o] ΕΠΊΘ
horizontal(e) <-aux> [ɔʀizo͂tal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- hoquet
- hoqueter
- Horace
- horaire
- horde
- horizontales
- horizontalité
- horloge
- horloger
- horlogerie
- hormis