Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. fromag|er (fromagère) [fʀɔmaʒe, ɛʀ] ΕΠΊΘ
fromager production:
- associations fromagères
-
στο λεξικό PONS
I. fromager (-ère) [fʀɔmaʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
fromager industrie, production:
II. fromager (-ère) [fʀɔmaʒe, -ɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- fromager (-ère)
- cheesemonger βρετ
I. fromager (-ère) [fʀɔmaʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
fromager industrie, production:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.