Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. composite [kɔ̃pozit] ΕΠΊΘ
1. composite (divers):
- composite société, goûts, parti, livre
-
- composite origines
-
2. composite ΤΕΧΝΟΛ:
- composite matériau, verre
- composite
3. composite:
- composite ΙΣΤΟΡΊΑ, ΑΡΧΙΤ colonne, ordre
- composite
II. composite [kɔ̃pozit] ΟΥΣ αρσ ΤΕΧΝΟΛ
- composite (matériau)
- composite
στο λεξικό PONS
- composite photograph, picture
- composite
- composite photograph, picture
- composite
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.