Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
climatique [klimatik] ΕΠΊΘ
- les particularités climatiques/géologiques d'une région
-
- changement climatique ΟΙΚΟΛ
-
στο λεξικό PONS
climatique [klimatik] ΕΠΊΘ
1. climatique (concernant le climat):
2. climatique (d'un climat sain):
climatique [klimatik] ΕΠΊΘ
1. climatique (concernant le climat):
2. climatique (d'un climat sain):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.