Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. blasé (blasée) [blaze] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
blasé → blaser
II. blasé (blasée) [blaze] ΕΠΊΘ
III. blasé (blasée) [blaze] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
 
  
 -  blasé
-  blasé (about sur)
-  jaded person, palate
-  blasé
στο λεξικό PONS
I. blasé(e) [blɑze] ΕΠΊΘ
-  blasé(e)
-  blasé
II. blasé(e) [blɑze] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-  blasé(e)
-  blasé individual
I. blasé(e) [blɑze] ΕΠΊΘ
-  blasé(e)
-  blasé
II. blasé(e) [blɑze] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-  blasé(e)
-  blasé individual
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
