Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 I. avenant (avenante) [avnɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
II. avenant ΟΥΣ αρσ
1. avenant ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
-  avenant
 -  endorsement (à to)
 
2. avenant (de contrat):
-  avenant
 -  
 
στο λεξικό PONS
 
 avenant(e) [av(ə)nɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
-  avenant(e)
 -  
 
 
 -  
 -  avenant αρσ
 
 
 avenant(e) [av(ə)nɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
-  avenant(e)
 -  
 
 
 -  
 -  avenant αρσ
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.