Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
- truculently say
- avec agressivité
στο λεξικό PONS
agressivité [agʀesivite] ΟΥΣ θηλ
- agressivité
-
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
agressivité [agʀesivite] ΟΥΣ θηλ
- agressivité
-
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
-
- agressivité θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- agrégé
- agréger
- agrément
- agrémenter
- agrès
- agressivité
- agreste
- agricole
- agriculteur
- agriculture
- agripper