Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- aération θηλ
-
- aération θηλ
στο λεξικό PONS
aération [aeʀasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ sans πλ
1. aération (action d'aérer):
- aération d'une pièce
-
2. aération (circulation d'air):
- aération
-
-
- aération θηλ
aération [aeʀasjo͂] ΟΥΣ θηλ sans πλ
1. aération (action d'aérer):
- aération d'une pièce
-
2. aération (circulation d'air):
- aération
-
-
- aération θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.