στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
yeoman <πλ yeomen> [βρετ ˈjəʊmən, αμερικ ˈjoʊmən] ΟΥΣ
1. yeoman (in GB) ΙΣΤΟΡΊΑ:
- yeoman, also yeoman farmer
- yeoman αρσ
2. yeoman (in GB):
3. yeoman → Yeoman of the Guard
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.