στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
theoretical physics ΟΥΣ + verbo ενικ
theoretical [βρετ θɪəˈrɛtɪk(ə)l, αμερικ θiəˈrɛdək(ə)l], theoretic [ˌθɪəˈretɪk] ΕΠΊΘ
1. theoretical (pertaining to theory, ideal):
2. theoretical ΦΙΛΟΣ:
3. theoretical (speculative):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- theologically
- theologize
- theology
- theophylline
- theorbo
- theoretical physics
- theoretician
- theorist
- theorize
- the Orkneys
- theory