I. overtired [βρετ ˌəʊvəˈtʌɪəd, αμερικ oʊvərˈtaɪərd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
overtired → overtire
II. overtired [βρετ ˌəʊvəˈtʌɪəd, αμερικ oʊvərˈtaɪərd] ΕΠΊΘ
- overtired
-
- overtired baby, child
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.