στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
lewd [βρετ l(j)uːd, αμερικ lud] ΕΠΊΘ
- lubrico sguardo, immagine
- lewd
- impudico persona
- lewd
-
- lewd
-
- lewd
-
- lewd
-
- lewd person
-
- lewd
- salace storia, allusione, battuta
- lewd
- scostumato persona, condotta
- lewd
στο λεξικό PONS
lewd [lu:d] ΕΠΊΘ
- lewd person
- libidinoso, -a
- voglioso (-a)
- lewd
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.