στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
humourless, humorless [βρετ ˈhjuːmələs, αμερικ ˈ(h)jumərləs] ΕΠΊΘ
- humourless person
-
- humourless description
-
- humourless voice
-
humorless
humorless → humourless
humourless, humorless [βρετ ˈhjuːmələs, αμερικ ˈ(h)jumərləs] ΕΠΊΘ
- humourless person
-
- humourless description
-
- humourless voice
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.