στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
affectedly [βρετ əˈfɛktɪdli, αμερικ əˈfɛktədli] ΕΠΊΡΡ
affectedly behave, speak:
- affectedly
-
-
- affectedly
-
- affectedly
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.