I. Tory [βρετ ˈtɔːri, αμερικ ˈtɔri] ΟΥΣ βρετ
- Tory
- Tory αρσ θηλ
II. Tory [βρετ ˈtɔːri, αμερικ ˈtɔri] ΕΠΊΘ
- Tory government, party, MP
- tory
- Tory attempts, attack
- dei Tory
- tory
- Tory
- tory
- Tory
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.