LGBTQ ΕΠΊΘ
LGBTQ → lesbian, gay, bisexual, transgender, and queer
- LGBTQ
- LGBTQ
transgender [βρετ tranzˈdʒɛndə, transˈdʒɛndə, αμερικ trænsˈdʒɛndər, trænzˈdʒɛndər] ΕΠΊΘ
I. gay [βρετ ɡeɪ, αμερικ ɡeɪ] ΕΠΊΘ οικ
1. gay:
- gay person, centre, couple, community, culture
-
2. gay (lively, bright):
II. gay [βρετ ɡeɪ, αμερικ ɡeɪ] ΟΥΣ οικ
-
- omosessuale αρσ θηλ
I. bisexual [βρετ bʌɪˈsɛkʃʊəl, αμερικ ˌbaɪˈsɛkʃ(u)əl] ΕΠΊΘ
II. bisexual [βρετ bʌɪˈsɛkʃʊəl, αμερικ ˌbaɪˈsɛkʃ(u)əl] ΟΥΣ
-
- bisessuale αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.