Oxford Spanish Dictionary
resentful [αμερικ rəˈzɛntfəl, βρετ rɪˈzɛntfʊl, rɪˈzɛntf(ə)l] ΕΠΊΘ
- resentful person
-
- resentful person
-
- resentful air/look
-
- bitterly disappointed/angry/resentful
-
- [ser]
- resentful
στο λεξικό PONS
resentful [rɪˈzentfəl] ΕΠΊΘ
- resentful expression
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.