Oxford Spanish Dictionary
quantitative [αμερικ ˈkwɑn(t)əˌteɪdɪv, βρετ ˈkwɒntɪtətɪv, ˈkwɒntɪˌteɪtɪv] ΕΠΊΘ
quantitative analysis/measurement/method:
- quantitative
-
στο λεξικό PONS
quantitative [ˈkwɒntɪtətɪv, αμερικ ˈkwɑ:nt̬əteɪt̬ɪv] ΕΠΊΘ
- quantitative
-
- cuantitativo (-a)
- quantitative
quantitative [ˈkwan·tə·teɪ·t̬ɪv] ΕΠΊΘ
- quantitative
-
- cuantitativo (-a)
- quantitative
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.