Oxford Spanish Dictionary
- aparejador (aparejadora)
-
surveyor [αμερικ sərˈveɪər, βρετ səˈveɪə] ΟΥΣ
1. surveyor (of land):
quantity <pl quantities> [αμερικ ˈkwɑn(t)ədi, βρετ ˈkwɒntɪti] ΟΥΣ
1.1. quantity C or U (amount):
1.2. quantity <quantities, pl > (lots):
-
- cantidades θηλ πλ
στο λεξικό PONS
quantity surveyor ΟΥΣ βρετ
I. quantity [ˈkwɒntəti, αμερικ ˈkwɑ:nt̬ət̬i] -ies ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.