Oxford Spanish Dictionary
practicality [αμερικ ˌpræktəˈkælədi, βρετ ˌpraktɪˈkalɪti] ΟΥΣ
1.1. practicality U (feasibility):
1.2. practicality U (personal quality):
2. practicality U (usefulness):
-
- utilidad θηλ
3. practicality <practicalities, pl >:
στο λεξικό PONS
practicality <-ies> [ˌpræktɪˈkæləti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. practicality χωρίς πλ (feasibility):
practicality <-ies> [ˌpræk·tɪ·ˈkæl·ə·t̬i] ΟΥΣ
1. practicality (feasibility):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- pp
- pp.
- PPI
- ppm
- PPP
- practicalities
- practicality
- practical joke
- practical joker
- practically
- practical nurse