Oxford Spanish Dictionary
practicality [αμερικ ˌpræktəˈkælədi, βρετ ˌpraktɪˈkalɪti] ΟΥΣ
-
- practicality
στο λεξικό PONS
practicality <-ies> [ˌpræktɪˈkæləti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. practicality χωρίς πλ (feasibility):
- practicality
- viabilidad θηλ
practicality <-ies> [ˌpræk·tɪ·ˈkæl·ə·t̬i] ΟΥΣ
1. practicality (feasibility):
- practicality
- viabilidad θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- pp
- pp.
- PPI
- ppm
- PPP
- practicality
- practical joke
- practical joker
- practically
- practical nurse
- practice