Oxford Spanish Dictionary
I. merchant [αμερικ ˈmərtʃənt, βρετ ˈməːtʃ(ə)nt] ΟΥΣ
1.1. merchant (retailer):
- merchant
- comerciante αρσ θηλ
1.2. merchant ΙΣΤΟΡΊΑ:
- merchant
- mercader αρσ
II. merchant [αμερικ ˈmərtʃənt, βρετ ˈməːtʃ(ə)nt] ΕΠΊΘ προσδιορ
- merchant
-
scrap merchant ΟΥΣ
- scrap merchant
-
στο λεξικό PONS
merchant [ˈmɜ:tʃənt, αμερικ ˈmɜ:r-] ΟΥΣ
- merchant
- comerciante αρσ θηλ
scrap merchant ΟΥΣ βρετ
- scrap merchant
-
- chatarrero (-a)
- scrap merchant
-
- merchant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.