Oxford Spanish Dictionary
harassment [αμερικ həˈræsmənt, ˈhɛrəsmənt, βρετ ˈharəsm(ə)nt, həˈrasm(ə)nt] ΟΥΣ U
1. harassment (pestering):
- harassment
- acoso αρσ
2. harassment ΣΤΡΑΤ:
- harassment
- hostigamiento αρσ
racial harassment ΟΥΣ U
- racial harassment
-
-
- harassment
-
- harassment
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.