Oxford Spanish Dictionary
I. editorial [αμερικ ˌɛdəˈtɔriəl, βρετ ɛdɪˈtɔːrɪəl] ΕΠΊΘ
1. editorial (in publishing):
- editorial experience
-
2. editorial ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
- editorial comment/decision/freedom
- editorial
II. editorial [αμερικ ˌɛdəˈtɔriəl, βρετ ɛdɪˈtɔːrɪəl] ΟΥΣ
- editorial
- editorial αρσ
editorial staff ΟΥΣ + ενικ or pl ρήμα
- editorial staff
- departamento αρσ editorial
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.