Oxford Spanish Dictionary
I. current [αμερικ ˈkərənt, βρετ ˈkʌr(ə)nt] ΕΠΊΘ
1.1. current προσδιορ (existing):
2.2. current (prevailing):
II. current [αμερικ ˈkərənt, βρετ ˈkʌr(ə)nt] ΟΥΣ
1.1. current C (flow of water, air):
1.2. current C (general trend):
στο λεξικό PONS
I. current [ˈkʌrənt, αμερικ ˈkɜ:r-] ΕΠΊΘ
2. current (latest):
3. current (prevalent):
- current use
-
I. current [ˈkɜr·ənt] ΕΠΊΘ
2. current (latest):
3. current (prevalent):
- current use
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.