Oxford Spanish Dictionary


I. socialist, Socialist [αμερικ ˈsoʊʃələst, βρετ ˈsəʊʃ(ə)lɪst] ΕΠΊΘ
- socialist
-
II. socialist, Socialist [αμερικ ˈsoʊʃələst, βρετ ˈsəʊʃ(ə)lɪst] ΟΥΣ
- socialist
- socialista αρσ θηλ
Christian Socialist ΟΥΣ
- Christian Socialist
-
Union of Soviet Socialist Republics ΟΥΣ ΙΣΤΟΡΊΑ
- that point of view is irreconcilable with your socialist principles
-


στο λεξικό PONS


socialist ΟΥΣ
- socialist
- socialista αρσ θηλ


socialist ΟΥΣ
- socialist
- socialista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.