στο λεξικό PONS
test·er1 [ˈtestəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. tester (person):
- tester
-
2. tester (machine):
- tester
-
- tester
- Testvorrichtung θηλ
tes·ter2 [ˈtestəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ (canopy)
- tester
-
ˈlive line test·er ΟΥΣ ΗΛΕΚ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ultra·son·ic ˈtest·er ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
- ultrasonic tester
-
ˈmains test·er ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
- mains tester
- Phasenprüfer αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.