I. ˈsight·see·ing ΟΥΣ no pl ΤΟΥΡΙΣΜ
- sightseeing
-
- sightseeing
- Sightseeing ουδ <-(s), -s>
II. ˈsight·see·ing ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- sightseeing
- Sightseeing-
- sightseeing trip
-
- Sightseeing
- sightseeing no άρθ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sight gauge
- sighting
- sightless
- sight line
- sightly
- sightseeing
- sightseer
- sightworthy
- sigil
- sign
- signage