στο λεξικό PONS
con·cen·tra·tion [ˌkɒn(t)sənˈtreɪʃən, αμερικ ˌkɑ:n(t)-] ΟΥΣ
1. concentration no pl (mental focus):
2. concentration (accumulation):
3. concentration ΧΗΜ:
oxy·gen [ˈɒksɪʤən, αμερικ ˈɑ:k-] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
concentration ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
concentration ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
oxygen concentration ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
concentration ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.