op·ti·cian [ɒpˈtɪʃən, αμερικ ɑ:p-] ΟΥΣ
1. optician βρετ (ophthalmic and dispensing optician):
- optician
-
dis·pens·ing op·ˈti·cian ΟΥΣ βρετ
- dispensing optician
-
oph·thal·mic op·ˈti·cian ΟΥΣ
- ophthalmic optician
-
- Optiker(in)
-
- Augenoptiker(in)
- dispensing optician βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.