στο λεξικό PONS
non-ˈpay·ment ΟΥΣ
Zah·lungs·un·wil·lig·keit <-; kein Pl> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Zah·lungs·ver·wei·ge·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Nicht·zah·lung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.