I. ˈnew·ly-wed, αμερικ usu ˈnew·ly·wed ΟΥΣ
Neu·ver·mähl·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ τυπικ
Jung·ver·hei·ra·te·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ τυπικ
Jung·ver·mähl·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ τυπικ
jung·ver·hei·ra·tet ΕΠΊΘ αμετάβλ
jungvermählt ΕΠΊΘ
- jungvermählt τυπικ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.