ir·ri·tabil·ity [ˌɪrɪtəˈbɪləti, αμερικ -t̬əˈbɪlət̬i] ΟΥΣ no pl μειωτ
- irritability
-
- irritability
-
- irritability ΙΑΤΡ of an organ, tissue
-
- irritability ΙΑΤΡ of an organ, tissue
-
- irritability ΙΑΤΡ of an organ, tissue
-
-
- irritability no πλ
-
- irritability
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.