

- hagiography
-
- hagiography
-
- hagiography
-
- to degenerate [or turn] into hagiography
-


Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
- to degenerate [or turn] into hagiography
Αναζήτηση στο λεξικό
- haemorrhoids
- haff-coast
- haft
- hag
- haggard
- hagiography
- hag-ridden
- Hague
- hah
- ha ha
- ha-ha