στο λεξικό PONS
crime-fight·ing [ˈkraɪmfaɪtɪŋ] ΟΥΣ no pl
slight·ing·ly [ˈslaɪtɪŋli, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΡΡ
ˈback·light·ing ΟΥΣ no pl ΦΩΤΟΓΡ
light·ing [ˈlaɪtɪŋ, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
gaslight ΡΉΜΑ
syntax highlighting ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
moonlighting ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
weighting ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Gewichtung θηλ
weighting factor ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
weighting ratio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
counterparty weighting ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
comment fighting [ˈkɒmentˌfaɪtɪŋ] ΟΥΣ
light-independent reaction, the Calvin cycle ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
lighting column βρετ, light pole αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
alighting time ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, public transport
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈback·light·ing ΟΥΣ no pl Η/Υ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.