epis·co·pal [ɪˈpɪskəpəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Epis·co·pal [ɪˈpɪskəpəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ αμερικ, σκοτσ
-
- episcopal
-
- episcopal
-
- episcopal consecration
-
- episcopal ordination
-
- episcopal vicar
-
- episcopal dignity
-
- Episcopal Church
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.