στο λεξικό PONS
dis·trib·ut·able [dɪˈstrɪbjətəbl̩, αμερικ -t̬ə-] ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- distributable
-
- distributable profit
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
distributable ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- distributable
-
distributable profit ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- distributable profit
- Bilanzgewinn αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- distributable profit