στο λεξικό PONS
rheu·ma·tism [ˈru:mətɪzəm] ΟΥΣ no pl
in·flam·ma·tory [ɪnˈflæmətəri, αμερικ -tɔ:ri] ΕΠΊΘ
1. inflammatory ΙΑΤΡ:
2. inflammatory (provoking):
I. chron·ic [ˈkrɒnɪk, αμερικ ˈkrɑ:-] ΕΠΊΘ
1. chronic (permanent):
2. chronic βρετ, αυστραλ οικ (extremely bad):
-
- wahnsinnig οικ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
chronic inflammatory rheumatism [ˌkrɒnɪkɪnˈflæmətriˌruːmətɪzm] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- chromium
- chromium-plated
- chromoplast
- chromosomal mutation
- chromosomal walking
- chronic inflammatory rheumatism
- chronicle
- chronicler
- Chronicles
- chronic obstructive pulmonary disease
- chronograph