στο λεξικό PONS
ˈbond-hold·er ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Anleihegläubiger (-gläu·bi·ge·rin)
- bondholder
-
- bondholder
-
- bondholder
-
- bondholder
- Obligationsinhaber (-in·ha·be·rin)
- bondholder
- Obligationär(in)
- bondholder
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
bondholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- bondholder (Eigentümer von Obligationen)
- Obligationär αρσ
bondholder ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- bondholder
- Anleihegläubiger αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.