στο λεξικό PONS
an·nual·ized [ˈænjuəlaɪzd, αμερικ -əlaɪzd] ΕΠΊΘ
an·nual·ized per·ˈcent·age rate ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
annualized percentage rate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
annualised capital costs ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.