στο λεξικό PONS
I. Ko·rean [kəˈri:ən] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. Korean (relating to Korea):
2. Korean (citizen):
II. Ko·rean [kəˈri:ən] ΟΥΣ
2. Korean ΓΛΩΣΣ:
I. South Ko·ˈrean ΕΠΊΘ
II. South Ko·ˈrean ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.