στο λεξικό PONS
I. Por·tu·guese [ˌpɔ:tʃəˈgi:z, αμερικ ˌpɔ:r-] ΟΥΣ
1. Portuguese < pl -> (person):
2. Portuguese no pl (language):
II. Por·tu·guese [ˌpɔ:tʃəˈgi:z, αμερικ ˌpɔ:r-] ΕΠΊΘ
1. Portuguese (of Portugal):
2. Portuguese (of language):
- Portuguese course, teacher
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.