στο λεξικό PONS
ma·ter·nity [məˈtɜ:nəti, αμερικ -ˈtɜ:rnət̬i] ΟΥΣ no pl
- maternity
-
ma·ˈter·nity dress ΟΥΣ
- maternity dress
-
ma·ˈter·nity ward ΟΥΣ
- maternity ward
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
maternity leave ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- maternity leave
- Mutterschutz αρσ
-
- maternity leave
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.