στο λεξικό PONS
emu <pl - [or -s]> [ˈi:mju:] ΟΥΣ
- emu
- Emu αρσ <-s, -s>
EMU [ˌi:emˈju:] ΟΥΣ no pl
EMU ΟΙΚΟΝ συντομογραφία: European Monetary Union
- EMU
-
European Monetary Union ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Euro·pean Mone·tary ˈUnion ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EMU ΟΥΣ
EMU συντομογραφία: European Monetary Union ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- EMU (Europäische Währungsunion)
- EWU θηλ
European Monetary Union ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Euro·pean Mone·tary ˈUnion ΟΥΣ
EMU ΟΥΣ
EMU συντομογραφία: economic and monetary union ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
- EMU
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.