στο λεξικό PONS
budg·et·ing [ˈbʌʤɪtɪŋ, αμερικ ɪt̬ɪŋ] ΟΥΣ no pl
-
- Budgetierung θηλ <-, -en> τυπικ
ˈbud·get·ing poli·cy ΟΥΣ
bud·geti·za·tion [ˌbʌʤɪtaɪˈzeɪʃən, αμερικ -ɪˈ-] ΟΥΣ
-
- Budgetierung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
bank budgeting ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
budgeting ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
budgeting policy ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Budgetkurs αρσ
budgetization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Budgetierung θηλ
planning-programming-budgeting system ΟΥΣ CTRL
budgeting principle ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
capital budgeting ΟΥΣ CTRL
behavioral theory of budgeting phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
program-based budgeting system ΟΥΣ CTRL
accounting theory of budgeting phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
time budgeting
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.