Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
unexpectedly [βρετ ʌnɪkˈspɛktɪdli, αμερικ ˌənəkˈspɛktədli] ΕΠΊΡΡ
- unexpectedly happen
-
- unexpectedly large, small, fast
-
-
- unexpectedly
-
- unexpectedly
στο λεξικό PONS
-
- unexpectedly
-
- unexpectedly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.