Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
sponsorship ΟΥΣ no πλ
1. sponsorship (financial support):
- sponsorship
- parrainage αρσ
2. sponsorship ΑΘΛ:
- sponsorship
- sponsoring αρσ
sponsorship ΟΥΣ
1. sponsorship (financial support):
- sponsorship
- parrainage αρσ
2. sponsorship sports:
- sponsorship
- sponsoring αρσ
-
- sponsorship
- parrainage d'un athlète, festival, théâtre
- sponsorship
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.