Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
collector [βρετ kəˈlɛktə, αμερικ kəˈlɛktər] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
collector ΟΥΣ
1. collector (one who gathers objects):
2. collector (one who collects payments):
collector ΟΥΣ
1. collector (one who gathers objects):
-
- philatéliste αρσ θηλ
2. collector (one who collects payments):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.