Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
shareholders' equity ΟΥΣ
I. equity [βρετ ˈɛkwɪti, αμερικ ˈɛkwədi] ΟΥΣ
2. equity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (investment):
II. equities ΟΥΣ
equities ουσ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.